Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βρυχώμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βρυχ|ώμαι [vriˈxɔmɛ], βρυχ|ιέμαι [vriˈçɛmɛ] <-ήθηκα> VERB αυτοπ ρήμα

1. βρυχώμαι (λιοντάρι, άνθρωπος):

βρυχώμαι

2. βρυχώμαι (θάλλασα):

βρυχώμαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский