Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βρομοκοπώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βρομοκοπ|ώ <-άς, -ησα> [vrɔmɔkɔˈpɔ] VERB μεταβ (λερώνω)

βρομοκοπώ

II . βρομοκοπ|ώ <-άς, -ησα> [vrɔmɔkɔˈpɔ] VERB αμετάβ (βρομώ)

βρομοκοπώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский