Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βούλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βούλα [ˈvula] SUBST θηλ

1. βούλα (σφραγίδα):

βούλα
Stempel αρσ

2. βούλα (έγγραφο με μετάλλινη βούλα):

βούλα
Bulle θηλ
παπική βούλα
Bulle θηλ

3. βούλα (κουκκίδα):

βούλα
Punkt αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με βούλα

παπική βούλα
Bulle θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский