Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βοσκή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βοσκή [vɔsˈci] SUBST θηλ

1. βοσκή (τροφή):

βοσκή
Futter ουδ

2. βοσκή (βοσκότοπος):

βοσκή
Weide θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский