Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βογκώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βογκ|ώ <-άς, -ησα [ή -ηξα] > [vɔŋˈgɔ] VERB αμετάβ

βογκώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский