Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βλαστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βλαστικ|ός <-ή, -ό> [vlastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. βλαστικός ΒΟΤ:

βλαστικός
Keim-, vegetativ, Vegetations-
Keimzelle θηλ
vegetative Zelle θηλ
βλαστικός κώνος
βλαστικός πυρήνας
vegetativer Kern αρσ

2. βλαστικός ΒΙΟΛ:

βλαστικός
Keim-
Keimzelle θηλ
Keimbläschen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με βλαστικός

βλαστικός πυρήνας
βλαστικός κώνος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский