Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαποριά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βαποριά [vapɔˈri̯a] SUBST θηλ

βαποριά
(volle) Schiffsladung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский