Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βέρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βέρα [ˈvɛra] SUBST θηλ

1. βέρα (αρραβωνιασμένων):

βέρα

2. βέρα (συζύγων):

βέρα
Ehering αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με βέρα

αλόη βέρα
Aloe Vera θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский