Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βέλασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βέλασμα [ˈvɛlazma] SUBST ουδ

1. βέλασμα (προβάτου):

βέλασμα
Blöken ουδ

2. βέλασμα (κατσίκας):

βέλασμα
Meckern ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский