Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφοπλισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφοπλισμός [afɔplizˈmɔs] SUBST αρσ

1. αφοπλισμός (αφαίρεση όπλων):

αφοπλισμός μτφ
Entwaffnung θηλ

2. αφοπλισμός (ελάττωση στρατιωτικών δυνάμεων):

αφοπλισμός
Abrüstung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский