Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αφισοκολλητής , αφισοκολλώ και αφισοκόλληση

αφισοκολλητής (αφισοκολλήτρια) [afisɔkɔliˈtis, afisɔkɔˈlitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αφισοκολλητής (αφισοκολλήτρια)
Plakatierer(in) αρσ (θηλ)

αφισοκόλλησ|η <-εις> [afisɔˈkɔlisi] SUBST θηλ

αφισοκολλ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [afisɔkɔˈlɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский