Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφέλεια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφέλεια [aˈfɛlia] SUBST θηλ

αφέλεια
Naivität θηλ
Pony αρσ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский