Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτόκλητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτόκλητ|ος <-η, -ο> [afˈtɔklitɔs] ΕΠΊΘ (μουσαφίρης)

αυτόκλητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский