Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αυτονομιστής , αυτονομιστικός , αυτονομούμαι και αυτονομία

αυτονομιστής (αυτονομίστρια) [aftɔnɔmisˈtis, aftɔnɔˈmistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αυτονομιστής (αυτονομίστρια)
Autonomist(in) αρσ (θηλ)

αυτονομιστικ|ός <-ή, -ό> [aftɔnɔmistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αυτονομία [aftɔnɔˈmia] SUBST θηλ

2. αυτονομία Η/Υ:

αυτονομ|ούμαι <-ήθκα, -ημένος> [aftɔnɔˈmumɛ] VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский