Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτομόληση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτομόλησ|η <-εις> [aftɔˈmɔlisi] SUBST θηλ, αυτομολία [aftɔmɔˈlia] SUBST θηλ

αυτομόληση
Überlaufen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский