Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτοδικώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτοδικ|ώ <-είς, -ησα> [aftɔðiˈkɔ] VERB αμετάβ

αυτοδικώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский