Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατμοπλοϊκός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατμοπλοϊκ|ός <-ή, -ό> [atmɔplɔiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ατμοπλοϊκός (συγκοινωνία):

ατμοπλοϊκός
Dampfschiff-

2. ατμοπλοϊκός (εταιρεία):

ατμοπλοϊκός
Schiffs-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский