Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασύνδετος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασύνδετ|ος <-η, -ο> [aˈsinðɛtɔs] ΕΠΊΘ

1. ασύνδετος (όχι συνδεμένο με άλλο):

ασύνδετος

2. ασύνδετος (σε δίκτυο):

ασύνδετος

3. ασύνδετος (ασυνάρτητος):

ασύνδετος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский