Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασφράγιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασφράγιστ|ος <-η, -ο> [aˈsfrajistɔs] ΕΠΊΘ

1. ασφράγιστος (πακέτο: ανοιχτό):

ασφράγιστος

2. ασφράγιστος (έγγραφο: χωρίς σφραγίδα):

ασφράγιστος

3. ασφράγιστος (δόντι):

ασφράγιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский