Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασφάλιστρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασφάλιστρα [asˈfalistra] SUBST ουδ πλ

ασφάλιστρα
Versicherungsprämie θηλ ενικ
ασφάλιστρα
Versicherungsbeitrag αρσ ενικ
καθαρά ασφάλιστρα
Nettoprämie θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ασφάλιστρα

καθαρά ασφάλιστρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский