Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αστός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αστ|ός (-ή) [asˈt|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. αστός (κάτοικος πόλης):

αστός (-ή)
Städter(in) αρσ (θηλ)

2. αστός (ο της αστικής τάξης):

αστός (-ή)
Bürger(in) αρσ (θηλ)

3. αστός (υπέρμαχος του αστικού καθεστώτος, συντηρητικός):

αστός (-ή)
Bourgeois αρσ
αστός (-ή)
Bürger(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский