Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αστυνομεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αστυνομεύ|ομαι <-τηκα, -μένος> [astinɔˈmɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

αστυνομεύομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский