Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασπασμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασπασμός [aspazˈmɔs] SUBST αρσ

1. ασπασμός (φιλί):

ασπασμός
Kuss αρσ

2. ασπασμός (εναγκαλισμός):

ασπασμός
Umarmung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский