Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασκέρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασκέρι [asˈcɛri] SUBST ουδ

1. ασκέρι ΣΤΡΑΤ:

ασκέρι
Truppen θηλ πλ

2. ασκέρι (πλήθος ανθρώπων):

ασκέρι
Volksmenge θηλ

3. ασκέρι (οικογένεια):

ήρθε με τ' ασκέρι του

Παραδειγματικές φράσεις με ασκέρι

ήρθε με τ' ασκέρι του

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский