Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασβεστώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασβεστώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [azvɛsˈtɔnɔ] VERB μεταβ (τοίχο)

ασβεστώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский