Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασίγαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασίγαστ|ος [aˈsiɣastɔs], ασίγητ|ος [aˈsijitɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ μτφ (πάθος, δίψα, λαχτάρα)

ασίγαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский