Ελληνικά » Γερμανικά

αρχιερατεία [arçiɛraˈtia] SUBST θηλ

αρχιεργάτης (αρχιεργάτισσα) [arçiɛrˈɣatis, arçiɛrˈɣatisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

πρωτεργάτης [prɔtɛrˈɣatis] SUBST αρσ, πρωτεργάτισσα [prɔtɛrˈɣatisa], πρωτεργάτρια [prɔtɛrˈɣatria] SUBST θηλ

αρχιερέας [arçiɛˈrɛas] SUBST αρσ

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST αρσ, συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST αρσ/θηλ

αρχιερατικ|ός <-ή, -ό> [arçiɛratiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский