Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αρχαιογνωσία , αρχαιογνώστης , αρχαιολάτρης και αρχαιόγναθα

αρχαιογνωσία [arçɛɔɣnɔˈsia] SUBST θηλ

αρχαιογνώστης (αρχαιογνώστρια) [arçɛɔˈɣnɔstis, arçɛɔˈɣnɔstria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αρχαιογνώστης (αρχαιογνώστρια)
Kenner αρσ
αρχαιογνώστης (αρχαιογνώστρια)

αρχαιόγναθα [arçɛˈɔɣnaθa] SUBST ουδ πλ

αρχαιολάτρης (αρχαιολάτρισσα) [arçɛɔˈlatris, arçɛɔˈlatrisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский