Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρκουδίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρκουδί|ζω <-σα> [arkuˈðizɔ] VERB αμετάβ (μικρό παιδί)

αρκουδίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский