Ελληνικά » Γερμανικά

αριστοτεχνικ|ός <-ή, -ό> [aristɔtɛxniˈkɔs] ΕΠΊΘ

αριστοτέχνημα [aristɔˈtɛxnima] SUBST ουδ

αριστοτεχνικότητα [aristɔtɛxniˈkɔtita] SUBST θηλ

αριστοτέχνης (αριστοτέχνισσα) [aristɔˈtɛxnis, aristɔˈtɛxnisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αριστοτέχνης (αριστοτέχνισσα)
Meister(in) αρσ (θηλ)

αριστοτελικ|ός <-ή, -ό> [aristɔtɛliˈkɔs], αριστοτέλει|ος [aristɔˈtɛliɔs] <-α, -ο> ΕΠΊΘ

αριστοτελισμός [aristɔtɛlizˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский