Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αράδιασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αράδιασμα [aˈraðjazma] SUBST ουδ

1. αράδιασμα (τοποθέτηση σε σειρά):

αράδιασμα
Aufreihen ουδ

2. αράδιασμα μτφ (επιχειρημάτων):

αράδιασμα
Aufzählung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский