Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απόστολος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απόστολος [aˈpɔstɔlɔs] SUBST αρσ

1. απόστολος (αποσταλμένος):

απόστολος
Abgesandter αρσ

2. απόστολος ΘΡΗΣΚ:

απόστολος
Apostel αρσ

Απόστολος [aˈpɔstɔlɔs] SUBST αρσ ΘΡΗΣΚ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский