Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απροσπέλαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απροσπέλαστ|ος <-η, -ο> [aprɔsˈpɛlastɔs] ΕΠΊΘ

1. απροσπέλαστος (απλησίαστος):

απροσπέλαστος

2. απροσπέλαστος (δάσος):

απροσπέλαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский