Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποσκλήρυνση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποσκλήρυνσ|η <-εις> [apɔˈsklirinsi] SUBST θηλ

1. αποσκλήρυνση (πράγματος):

αποσκλήρυνση
Verhärtung θηλ

2. αποσκλήρυνση μτφ (ανθρώπου, μετά από εμπειρίες):

αποσκλήρυνση
Abhärtung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский