Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απομόνωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απομόνωσ|η <-εις> [apɔˈmɔnɔsi] SUBST θηλ

1. απομόνωση (κατάσταση, και ψυχική):

απομόνωση
Isolation θηλ
οικολογική απομόνωση ΟΙΚΟΛ

2. απομόνωση (πράξη) ΗΛΕΚ:

απομόνωση
Isolierung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με απομόνωση

οικολογική απομόνωση ΟΙΚΟΛ
κράτηση σε απομόνωση
Einzelhaft θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский