Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απολογητής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απολογητής (απολογήτρια) [apɔlɔjiˈtis, apɔlɔˈjitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) ΝΟΜ

απολογητής (απολογήτρια)
Verteidiger(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский