Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποκαθηλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποκαθηλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔkaθiˈlɔnɔ] VERB μεταβ

αποκαθηλώνω κάποιον/κάτι μτφ

Παραδειγματικές φράσεις με αποκαθηλώνω

αποκαθηλώνω κάποιον/κάτι μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский