Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποθράσυνση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποθράσυνσ|η <-εις> [apɔˈθrasinsi] SUBST θηλ (θρασύτητα)

αποθράσυνση
Dreistigkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский