Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποθεώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποθεώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔθɛˈɔnɔ] VERB μεταβ

1. αποθεώνω (λατρεύω σαν θεό):

αποθεώνω

2. αποθεώνω (θεοποιώ):

αποθεώνω

3. αποθεώνω (εγκωμιάζω υπερβολικά):

αποθεώνω

4. αποθεώνω (υποδέχομαι με ενθουσιασμό):

αποθεώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский