Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποδίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποδ|ίνω [apɔˈðinɔ], αποδ|ίδω [apɔˈðiðɔ] <-ωσα, -όθηκα, -οσμένος> VERB μεταβ

1. αποδίνω (δίνω πίσω):

αποδίνω

2. αποδίνω (χαιρετισμό):

αποδίνω

3. αποδίνω (κέρδος):

αποδίνω

4. αποδίνω (νόημα, ειπωμένα):

αποδίνω

5. αποδίνω (μηχανή, εργάτης: έχω ορισμένη απόδοση):

αποδίνω

ιδιωτισμοί:

αποδίνω τιμές σε κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με αποδίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский