Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αξιόπιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αξιόπιστ|ος <-η, -ο> [aksiˈɔpistɔs] ΕΠΊΘ

1. αξιόπιστος (που είναι να τον πιστέψεις):

αξιόπιστος

2. αξιόπιστος (που είναι να τον βασιστείς):

αξιόπιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский