Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αξεπέραστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αξεπέραστ|ος <-η, -ο> [aksɛˈpɛrastɔs] ΕΠΊΘ

1. αξεπέραστος (εμπόδιο, δυσκολία):

αξεπέραστος

2. αξεπέραστος (σε ομορφιά, εξυπνάδα):

αξεπέραστος σε

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский