Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανόρυξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανόρυξ|η <-εις> [aˈnɔriksi] SUBST θηλ

1. ανόρυξη (σκάψιμο):

ανόρυξη
Ausgrabung θηλ

2. ανόρυξη (γαιανθράκων):

ανόρυξη
Förderung θηλ
ανόρυξη γαιανθράκων

Παραδειγματικές φράσεις με ανόρυξη

ανόρυξη γαιανθράκων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский