Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανωφελής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανώφελ|ος <-η, -ο> [aˈnɔfɛlɔs], ανωφελ|ής [anɔfɛˈlis] <-ής, -ές> ΕΠΊΘ

1. ανώφελος (άχρηστος):

2. ανώφελος (μάταιος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский