Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντισκορικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντισκορικό [andiskɔriˈkɔ] SUBST ουδ

1. αντισκορικό (ουσία):

αντισκορικό

2. αντισκορικό (σε σκόνη):

αντισκορικό
Mottenpulver ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский