Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντιπηκτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντιπηκτικ|ός <-ή, -ό> [andipiktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αντιπηκτικός (σε σχέση με το αίμα):

αντιπηκτικός

2. αντιπηκτικός (που χαμηλώνει το σημείο πήξης):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский