Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντικρούω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντ|ικρούω <-έκρουσα, -ικρούστηκα> [andiˈkruɔ] VERB μεταβ (κατηγορία, επίθεση)

αντικρούω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский