Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντικίνητρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντικίνητρο [andiˈcinitrɔ] SUBST ουδ

1. αντικίνητρο (ό,τι διώχνει κάποιον):

αντικίνητρο

2. αντικίνητρο (ό,τι προκαλεί δισταγμό):

αντικίνητρο
Hemmnis ουδ
Investitionshemmnisse ουδ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με αντικίνητρο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский