Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανομολόγητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανομολόγητ|ος <-η, -ο> [anɔmɔˈlɔjitɔs] ΕΠΊΘ

1. ανομολόγητος (που δεν έχει ομολογηθεί):

ανομολόγητος

2. ανομολόγητος (απερίγραπτος):

ανομολόγητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский