Ελληνικά » Γερμανικά

ανισορροπία [anisɔrɔˈpia] SUBST θηλ

1. ανισορροπία (αστάθεια, και ψυχική):

ανισορροπία
Labilität θηλ

2. ανισορροπία (διανοητική):

ανισορροπία
ανισορροπία (έλλειψη ισορροπίας)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский